Σχόλια
- Δεν υπάρχουν σχόλια
του Κωνσταντίνου Κυριαζή-Κηπουρού
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Βοϊράνη», τεύχος 12, έτος 1993
Τον βρήκαμε πολλές φορές στο φτωχικό του σπίτι, το πλημμυρισμένο από λουλούδια, να κάθεται μόνος του πλέον και να «νουνίζει», να σκέφτεται δηλαδή και να αναπολεί τις πίκρες και τις χαρές μίας ολάκερης ζωής, που αγγίζει τα όρια ενός αιώνα.
Η καταδεκτικότητά του, η ζωντάνια του, το πηγαίο και ανεπιτήδευτο χαμόγελό του, η καθαρότητα της σκέψης του και η πιστή αναπαράσταση εμπειριών μίας ολόκληρης ζωής, αφοπλίζουν κυριολεκτικά τον συνομιλητή του, που δεν μπορεί να μην εκφράσει τον απέραντο θαυμασμό του και το δέος του για την σεβάσμια αυτή μορφή, που πάνω από κάθε ρυτίδα της αποτυπώνεται ανεξίτηλα η σύγχρονη ελληνική ιστορία, αλλά συγχρόνως και η ιστορία του χωριού μας.
Γεννήθηκε με την χαραυγή του 20ου αιώνα στην ξακουστή Γέννα στην «διαμαντόπετρα» της Ανατολικής Θράκης, όπως ήταν γνωστή σ' όλους τους έλληνες. Ο πατέρας του Ανέστης και η μητέρα του Σταματινιώ, είχαν να θρέψουν άλλα δύο αδέλφια, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, αλλά ο Ευδόξιος ήταν ο πιο μικρός και ο πιο αγαπητός απ' όλους.
Τα μάτια του λαμπυρίζουν και το βλέμμα του αποκτά και απόμακρη διάσταση, όταν έρχονται στο νου του τα παιδικά και τα πρώτα νεανικά του χρόνια, στην πανέμορφη Γέννα, στον πιο όμορφο τόπο του κόσμου, όπως ισχυρίζεται.
Νά πως την περιγράφει ο μπαρμπα-Ευδόξιος:
«Απλωμένη σ' έναν ευφορώτατο κάμπο, γεμάτο από πηγαία νερά που ανάβλυζαν από γάργαρες πηγές μέσα στο χωριό, πνιγμένη σε μια πυκνή βλάστηση, από φυσικά δάση, πολύχρωμα λουλούδια, ευωδιαστούς κήπους, απέραντους αμπελώνες, που διασχίζονταν από πλήθος μικρών ποταμών με πανέμορφες γεφυρούλες και παραδεισένια μονοπάτια για ρομαντικούς περιπάτους. Και μέσα σ' αυτήν την απείρου φυσικού κάλλους δωρεά της φύσης, χτισμένα όμορφα και νοικοκυρεμένα διώροφα αρχοντικά σπίτια, νεοκλασικού ρυθμού , καθαροί δρόμοι, επιβλητικές εκκλησίες και σχολεία, που όλα θύμιζαν ότι στον ευλογημένο εκείνο τόπο ζούσε και ανθούσε ένας χαμένος σήμερα ελληνισμός.
Η κωμόπολη της Γέννας, κατά τον μπαρμπα-Ευδόξιο κατοικούνταν από αμιγή ελληνικό πληθυσμό, ο οποίος στις αρχές του αιώνα μας αριθμούσε 5.000 ψυχές παρά το γεγονός ότι η Ανατολική Θράκη, ήταν κάτω από την Τούρκικη κυριαρχία.
Δεν ήμασταν όμως εμείς στην πραγματικότητα υποδουλωμένοι στους Τούρκους, αλλά αυτοί σε μας, μας λέει, γιατί εμείς είχαμε ανώτερο πολιτισμό, μεγαλύτερη προκοπή και περισσότερο χρήμα».
![]() |
Ο μπαρμπα-Ευδόξιος στρατιώτης το 1925 |
Δυστυχώς -συνεχίζει-, η περιοχή της Ανατολικής Θράκης, που ήταν απ' τα πανάρχαια χρόνια ελληνική, είχε την δύσμοιρη τύχη και του υπόλοιπου ελληνισμού να σκλαβωθεί και μάλιστα από τα μέσα του 14ου αιώνα μ.Χ. στους Τούρκους, μια σκλαβιά που δυστυχώς συνεχίστηκε για πολλούς αιώνες.
Παρά ταύτα οι Έλληνες της περιοχής και ιδιαίτερα της Γέννας, είχαν στα χέρια τους το εμπόριο και την οικονομική κυριαρχία, γι αυτό και κατάφεραν με πολλούς αγώνες να έχουν δικά τους σχολεία και δασκάλους καθώς και χριστιανικές εκκλησίες.
Έτσι, στη Γέννα, είχαμε, Έλληνα Πρόεδρο, τρεις εκκλησίες, δύο δημοτικά σχολεία και δύο τάξεις σχολαρχείου, ερασιτεχνικό θίασο που έδινε θεατρικές παραστάσεις και μιλούσαμε όλοι ελληνικά.
Είχαμε στο χωριό επτά νερόμυλους, απ' τους οποίους ο μεγαλύτερος στο κέντρο του χωριού πάνω στην μεγάλη πηγή, που απασχολούσε 50 εργάτες και κάλυπτε τις ανάγκες όλης της περιοχής. Ο κάμπος ήταν γεμάτος από «μπαχτσέδες», αμπελώνες και οπωροφόρα δέντρα. Τα σπουδαιότερα και τα πιο προσοδοφόρα επαγγέλματα ήταν του αλλαντοποιού, του τυροκόμου, του μυλωνά και του μπαχτσεβάνη.
Περίφημα ήταν και τα υφαντά των γυναικών που τα εμπορεύονταν σ' όλο τον γνωστό κόσμο μέσω της Εγνατίας οδού που περνούσε έξω από την Γέννα και οδηγούσε απευθείας στην Πόλη.
Εκείνο που χαρακτήριζε τους Γεννιώτες», εκείνα τα χρόνια, ήταν η τιμιότητα, ο σεβασμός στις παραδοσιακές αξίες, τα ήθη και τα έθιμα και η αλληλεγγύη μεταξύ τους. Έτσι μ' αυτόν τον τρόπο κατάφεραν, όπως και οι άλλοι υποδουλωμένοι Έλληνες, να ξεπεράσουν τις πολλές δυσκολίες που εμφανίστηκαν κυρίως τα πρώτα χρόνια μετά την κατάκτηση, αφομοιώνοντας τόσο τους Τούρκους όσο και τους Βουλγάρους, που προσπάθησαν, στα πλαίσια του σχεδίου της Τσαρικής Ρωσίας, για έξοδο στην θάλασσα, να εκσλαβίσουν, τον ελληνικό κυρίως πληθυσμό.
Δυστυχώς η κατάσταση χειροτέρευσε κατά τις αρχές του αιώνα (1904) με αφορμή την εμφάνιση του «Μακεδονικού ζητήματος» και των βουλγάρων Κομιτατζήδων. Ακολούθησαν οι βαλκανικοί πόλεμοι (1912 - 13), που είχαν σαν αποτέλεσμα η περιοχή να ανακαταληφθεί από τους Τούρκους, που πλέον έδειξαν όλη την αγριότητά τους στον ελληνικό πληθυσμό, σφάζοντας και ρημάζοντας.
Με το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και την ήττα της Τουρκίας από τις δυνάμεις της Αντάντ, οι Τούρκοι υποχωρούν και οι Έλληνες, αποδεκατισμένοι από τις σφαγές και τις θανατηφόρες αρρώστιες της εποχής, αρχίζουν να ανοικοδομούν τον τόπο τους από τα ερείπια.
Τον Ιούλιο του 1920 ο ελληνικός στρατός μπαίνει απελευθερωτής στην Γέννα, όπως και στην υπόλοιπη Ανατολική Θράκη και η χαρά της ελευθερίας, μετά από τόσους αιώνες τούρκικου ζυγού είναι ανείπωτη.
Έμελε όμως να ακολουθήσει η μεγάλη τραγωδία. Η κατάρρευση του ελληνικού μετώπου στην Μικρά Ασία σήμανε την έναρξη της μεγάλης καταστροφής και τον οριστικό πλέον ξεριζωμό του ελληνισμού από την Μικρά Ασία, τον Πόντο, την Θράκη.
Την 1η Οκτωβρίου 1922, θυμάται ο μπαρμπα-Ευδόξιος, μέσα σε συνθήκες πανικού από την επικείμενη σφαγή, εγκαταλείπουμε τρομοκρατημένοι τον τόπο των πατρογονικών μας εστιών, παίρνοντας ό,τι μπορούσε ο καθένας και ξεκινάμε, άλλοι με πλοία, άλλοι με κάρα, την τραγική πορεία προς το άγνωστο, ψάχνοντας καταφύγιο στην ελεύθερη Ελλάδα.
Είκοσι έξι μέρες και νύχτες ταλαιπωρηθήκαμε στους άγνωστους δρόμους, παρέα με τον φόβο, τις κακουχίες και την αγωνία για το αύριο. Με την συγκίνηση στο πρόσωπό του, ο μπαρμπα-Ευδόξιος θυμάται κι αφηγείται: «Ήμασταν ένα μεγάλο καραβάνι από 30 οικογένειες, περίπου 150 άτομα. Φθάσαμε στη Δράμα ανήμερα του Αη-Δημήτρη, μια σημαδιακή μέρα, γεμάτη βροχή και καταλήξαμε στη Μπόργιανη, μετά από μεσολάβηση του συμπατριώτη μας Κωνσταντίνου Δανδίνη που ήταν πρόεδρος του χωριού και είχε έλθει στην Ελλάδα από το 1914.
Τότε, ποτέ δεν πιστεύαμε ότι θα μέναμε μόνιμα εδώ. Όλοι, από μέσα μας, είχαμε την κρυφή ελπίδα ότι σε λίγο θα γυρίζαμε πίσω στην πατρίδα. Άλλο όμως ήταν το γραφτό μας. Ριζώσαμε σ' αυτόν τον τόπο, που η εικόνα του δεν είχε καμιά σχέση με την σημερινή εικόνα.
Μαζί με άλλους πρόσφυγες, που άρχισαν να καταφθάνουν αργότερα από την Θράκη, τον Πόντο και την Μικρά Ασία, δουλέψαμε σκληρά, μέρες και νύχτες και μεταμορφώσαμε την απέραντη ζούγκλα της βάλτας σε μια εύφορη πεδιάδα και το χωριό μας σ' ένα ξακουστό μέρος.
Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολα. Σιγά - σιγά όμως το πήραμε απόφαση, χτίσαμε σπίτια, πήραμε γη, κάναμε βιός και η παλιά Μπόργιανη, που μετονομάστηκε πλέον σε Άγιο Αθανάσιο έγινε ένας τόπος, όπου συμβίωσαν και συνεργάστηκαν αρμονικά οι ξεριζωμένοι Έλληνες.
![]() |
Ο μπαρμπα-Ευδόξιος το 1993 |
Το γέρικο βλέμμα του μπαρμπα-Ευδόξιου παίρνει μια παράξενη όψη καθώς αναπολεί εκείνα τα δύσκολα χρόνια.
«Παντρεύτηκα, μας λέει, το 1928 και πήρα την Μαριγώ, το κορίτσι που αγαπούσα από την πατρίδα. Έκανα μαζί της πέντε παιδιά και έζησα όλες τις καλές και κακές στιγμές της σύγχρονης Ελλάδας. Δεν μπορούν όμως να φύγουν από το μυαλό μου εκείνες οι μοναδικές στιγμές στην πατρίδα στην πανέμορφη Γέννα, τότε που νέο παλληκάρι απολάμβανα τη ζωή στα γάργαρα Θρακιώτικα νερά στους καταπράσινους κήπους και στους ατέλειωτους μπαχτσέδες που μοσχοβολούσαν μία ξεχωριστή Ελλάδα. Κι είναι μπροστά μου η γελαστή μορφή της γυναίκας μου, τότε, που δροσερό κορίτσι καθισμένη στο παραθύρι της, λουσμένη από το φως του φεγγαριού γευόταν το τραγούδι μου, έτσι όπως θα στο πω και τώρα:
Τι έμορφα χορεύεις τι έμορφα πηδάς
λουλούδια θα φυτέψω στον τόπο που πατάς
χαρά στην εμορφιά σου, χαρά στα κάλλη σου
χαρά στο παλληκάρι που έχεις πλάι σου.
Αναζήτηση |
---|
ΑΦΗΣΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ
ΓΡΑΨΤΕ ΣΧΟΛΙΟ ΩΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ