μενού

Τα γεγονότα στο χωριό μας, μετά τη Μεγάλη Σφαγή της 29/9/1941

του Κωνσταντίου Κυριαζή-Κηπουρού

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Βοϊράνη», τεύχος 15, έτος 1994


Μια ιστορική αναδρομή με άγνωστες μέχρι τώρα πτυχές, στη μνήμη όσων έχασαν τη ζωή τους ή αγωνίστηκαν κατά των Βουλγάρων στην κατοχική περίοδο

Στο πρώτο μέρος του άρθρου αυτού (δείτε Το χρονικό της Μεγάλης Σφαγής στις 29 Σεπτεμβρίου 1941) επιχειρήσαμε να περιγράφουμε τα σημαντικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην περιοχή μας, λίγο πριν και μετά τη μεγάλη σφαγή της 29ης Σεπτεμβρίου 1941, που στοίχισε τη ζωή χιλιάδων αθώων Ελλήνων κυρίως νέων και γυναικόπαιδων.
Στο δεύτερο μέρος θα αναφερθούμε στον χαρακτήρα της εξέγερσης και στα γεγονότα που ακολούθησαν και συνέβησαν στο χωριό μας κατά την διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής, έτσι όπως μας τα περιέγραψαν οι συγχωριανοί μας που τα έζησαν.

Ο χαρακτήρας της εξέγερσης

Πολλά γράφτηκαν και ειπώθηκαν από πολλούς για τον χαρακτήρα της εξέγερσης της 29/9/1941, που ήταν κατά γενική ομολογία η πρώτη μαζική ένοπλη εξέγερση στην Ευρώπη κατά των δυνάμεων του άξονα.

Τα περισσότερα από αυτά υπαγορεύτηκαν από τις πολιτικές σκοπιμότητες των καιρών και στηρίζονται σε αφηγήσεις και μαρτυρίες των πρωταγωνιστών εκείνης της εποχής.

Μία από αυτές και ίσως από τις πλέον αξιόπιστες είναι του συγχωριανού μας Παντελή Ιωσηφίδη, ο οποίος έζησε από πολύ κοντά τα γεγονότα λόγω και της κομματικής θέσης που κατείχε τότε (υπεύθυνος ΚΝΕ - νεολαίας K.K.Ε.).

Σήμερα ο κυρ-Παντελής σε βαθύ γήρας και τυφλός, αλλά με πεντακάθαρο μυαλό, απαλλαγμένος από τις συναισθηματικές φορτίσεις του παρελθόντος, προσεγγίζει με νηφαλιότητα την ουσία των γεγονότων και δίνει την πραγματική τους διάσταση.

Διαβάσαμε στο πρώτο μέρος του άρθρου ότι ήταν ο μόνος που διαφώνησε στην ιστορική σύσκεψη στελεχών του ΚΚΕ που έγινε στις αρχές Σεπτεμβρίου στο σπίτι του συγχωριανού μας Κώστα Αντωνιάδη, παρουσία του δικηγόρου Χρήστου Καγιά-Καλαϊτζή που ηγήθηκε αργότερα της ένοπλης επίθεσης στο αστυνομικό τμήμα Δοξάτου.

Στην πρόταση του Καγιά για έξοδο στο βουνό και προετοιμασία ένοπλης εξέγερσης, με το σκεπτικό ότι ο αγώνας θα συνεχιστεί από Βουλγάρους αντιφασίστες και από την Σοβιετική Ένωση, ο κυρ-Παντελής αντέταξε; «Άκουσε σύντροφε με λιανοντούφεκα και ανεπιβεβαίωτες υποσχέσεις δεν γίνονται επαναστάσεις.

Συγχρόνως όμως μας καταθέτει κάτι ιδιαίτερα σημαντικό. Μας βεβαιώνει κατηγορηματικά ότι το γραφείο Αν. Μακεδονίας του Κ.Κ.Ε. είχε αντιρρήσεις για την εξέγερση την οποία θεωρούσε αυτοκτονία, αυτό δε το γνωρίζει από τις απευθείας επαφές του με τον τότε υπεύθυνο του γραφείου Αναστασιάδη.

Έτσι λοιπόν σήμερα ο κυρ-Παντελής θεωρεί ότι η πιθανότερη εκδοχή για τον χαρακτήρα της εξέγερσης του '41 είναι ότι ήταν «προβοκάτσια» των Βουλγάρων, οι οποίοι παραπλάνησαν με ύπουλο τρόπο Έλληνες πατριώτες που τους υποκίνησαν να κάνουν την εξέγερση, ώστε έτσι είτε να έχουν μετά την ευκαιρία να την καταπνίξουν, στο αίμα και να επιβάλλουν μια στυγνή τυραννία με απώτερο στόχο τον εκβουλγαρισμό της περιοχής μας.

Σημαντική και ταυτόσημη με την πιο πάνω θέση είναι και η άποψη του συγχωριανού μας Αν. Δανδίνη, ο οποίος μετείχε της επίθεσης των ανταρτών στην πόλη της Δράμας, μαζί με τους συγχωριανούς μας Γ. Τσολακίδη, Θανάση Πολίτη, και Γιάννη Μυλωνά μαζί με άλλους 200 αντάρτες υπό την ηγεσία του Κίτσου.

Μας καταθέτει λοιπόν ότι σε συζήτηση που είχε με αγγελιοφόρο που πήγε μήνυμα στον υπεύθυνο του γραφείου Κ.Κ.Ε. της Καβάλας Ιωαννίδη, του είπε «τρελαθήκατε και κάνετε αυτό το πράμα» δείχνοντας την αντίθεσή του στην ένοπλη εξέγερση.
Με την άποψη της «προβοκάτσιας» συντάσσονται και οι πέντε Έλληνες καθηγητές Πανεπιστημίου στην έκθεσή τους με τίτλο «Η Μαύρη Βίβλος των Βουλγαρικών εγκλημάτων εις την Ανατολικήν Μακεδονίαν και Δυτικήν Θράκην (1941-44)» (διαθέσιμο στο τέλος του άρθρου) που στηρίζεται σε μαρτυρίες κατοίκων της περιοχής Δράμας.

Αναφέρουν λοιπόν:

Ο Βούλγαρος ιερεύς Μάρκος Κοσμάνωφ, διαμένων εις την οικίαν του Έλληνος Γεωργίου Παπαιωάννου εις Δοξάτον εδήλωσε: «Το κίνημα το έκαμαν οι Βούλγαροι δια να σφάξουν τους Έλληνες, ως χριστιανός θέλω να ειπώ την αλήθειαν ...»
Εις τα Σέρρας ο Βούλγαρος αξιωματικός Νίκοφ εδήλωσε εις τον ιατρόν Γεώργιον Τσάμην «εγνωρίζαμεν και την ημέραν και την ώραν της εκρηξεως του κινήματος, αλλά σκοπίμως το αφήσαμε να εκδηλωθεί δια να τιμωρήσουμε τους Έλληνας».
Είναι δύσκολο να εξακριβωθεί η γνησιότητα αυτών των μαρτυριών. Ένα όμως είναι σίγουρο και αυτό το αναγνωρίζουν όλοι οι ιστορικοί της Αριστεράς. Ο Παντελής Χαμαλίδης (Αλέκος) γραμματέας της οργάνωσης Δράμας του ΚΚΕ, έπεσε στην αριστοτεχνική παγίδα των Βουλγάρων προβοκατόρων. Έτσι ενώ, όπως βεβαιώνει Θ. Κρόκος σε έκθεσή του (αρχεία του ΚΚΕ) σε σύσκεψη καθοδηγητικών οργάνων του κόμματος, όπου μετείχε και ο Χαμαλίδης, «είχε αποφασιστεί να ανατινάξει μόνο τον ηλεκτρικό σταθμό της Δράμας, αυτός παρασύρθηκε και έκανε κίνημα...».
Στην ίδια εκδοχή καταλήγει και ο Π. Παπαδόπουλος στο βιβλίο του «Η εθνική Αντίστασις κατά της βουλγαρικής επιδρομής» (έκδοση 1953), όπου αναφέρει ότι οι βουλγαρικές αρχές κατοχής κατέστρωσαν το σατανικό τους σχέδιο την 15η Αυγούστου 1941 στο Νομαρχιακό μέγαρο της Δράμας.
Αναφέρει επί λέξει: «προς τον σκοπόν τούτον Βούλγαροι στρατιωτικοί, πολιτικοί υπάλληλοι και πράκτορες ιδιώτες, υπεκρίθησαν τους κομμουνιστάς και ελθόντες εις επαφήν μετά των Ελλήνων τοιούτων, τους έπεισαν να υιοθετήσωσι το επαναστατικόν σχέδιον, χορηγήσαντες εις αυτούς μερικά όπλα, χρήματα και αρκετούς άνδρες ως συνδρομήν».

Τελικά φαίνεται ότι ο διεθνιστικός ρομαντισμός του Χαμαλίδη, ο οποίος πείστηκε από τις σκόπιμες «πληροφορίες» των Βουλγάρων ότι επίκειται επανάσταση κατά της Βουλγαρικής Κυβέρνησης, δεν του άφησε περιθώρια για πιο ψύχραιμες σκέψεις και οδηγήθηκε στην απόφαση για εξέγερση με τα γνωστά αποτελέσματα. Πάντως είναι πολλοί που τα γεγονότα εκείνης της εποχής τα χαρακτηρίζουν ως "ψευδοκίνημα» και άλλοι ως «λαϊκή εξέγερση».

Το γεγονός είναι ότι μετά το αιματοκύλισμα όλοι έσπευσαν να τα καταδικάσουν, θεωρώντας σαν αιτία της σφαγής την εξέγερση.

Την στάση αυτή τήρησε και το Κ.Κ.Ε. κάτω από την αφόρητη πίεση όλου του πολιτικού κόσμου, οδηγούμενη σε μια συνολική καταδίκη του «κινήματος». Ορισμένοι μάλιστα επικαλέσθηκαν (άσχετα αν αυτό αληθεύει) σαν βασικό επιχείρημα της ζημιάς που έκανε η πρόωρη εξέγερση της Δράμας, την σημαντική καθυστέρηση εμφάνισης αντάρτικου στη Μακεδονία - Θράκη.

Άσχετα όμως με το τι πιστεύει κανείς, πρέπει να σημειωθεί ότι μεταξύ σκλαβιάς και αξιοπρέπειας η επιλογή του δεύτερου δρόμου συνεπάγεται θυσίες.

Είναι βέβαιο ότι οι εξεγερμένοι της περιοχής μας προτίμησαν τον θάνατο πολεμώντας για την ελευθερία, και η στάση που κράτησαν απέναντι στο δίλημμα ελευθερία ή θάνατος θα τους χαρακτηρίζει για πάντα.

Γεγονότα της κατοχικής περιόδου στον Άγιο Αθανάσιο

Στο κεφάλαιο αυτά θα γίνει αναφορά σε σημαντικά γεγονότα που συνέβησαν στο χωριό μας κατά την κατοχική περίοδο, τα οποία μαρτυρούν πράξεις ηρωισμού και αυταπάρνησης από συγχωριανούς μας απέναντι στον Βούλγαρο κατακτητή.
Τα γεγονότα αυτά τα καταγράφουμε στηριγμένοι σε μαρτυρίες συγχωριανών μας και είναι ίσως άγνωστα σε πολλούς, κυρίως δε στους νεώτερους.
Πιστεύουμε ότι τέτοιες πράξεις, οι οποίες μπορεί να είναι πολύ περισσότερες απ' όσες καταγράφονται στο χώρο αυτό, πρέπει να μνημονεύονται πάντα για την γνώση της ιστορικής αλήθειας του τόπου μας και την απόδοση της οφειλόμενης τιμής σ' αυτούς που έδωσαν κάτι από την ζωή τους ή και αυτήν ακόμη για να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι.

Σωκράτης Φεδίνογλου

Την νύχτα της εξέγερσης, οι αντάρτες χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού του Σωκράτη Φεδίνογλου, ηλικίας τότε 24 ετών και τον ανάγκασαν να τους οδηγήσει στο σπίτι του Βούλγαρου προέδρου του χωριού τον οποίο αμέσως μετά εκτέλεσαν.
Ο Φεδίνογλου φοβούμενος αντίποινα έφυγε στο βουνό με τον Χαρ. Καμπούρογλου, όταν δε μετά από πέντε ημέρες κατέβηκε νύχτα για ανεύρεση τροφής, προδόθηκε από συγχωριανό μας στους Βουλγάρους οι οποίοι τον συνέλαβαν στον κρυψώνα του μέσα σε αχυρώνα, τον οδήγησαν σε φυλακή στην Δράμα, όπου τον βασάνιζαν επί 96 ημέρες για να ομολογήσει με ποιους ήταν στο βουνό, δίχως όμως να το κατορθώσουν.
Διέφυγε κυνηγημένος μέσα από τα βουνά, στην Καβάλα και από εκεί στην Ολυμπιάδα και στην Σκύδρα απ' όπου επέστρεψε στο χωριό μας μετά την απελευθέρωση.

Θωμάς Κατσαντώνης, Αλεξ. Καμπάνταης

Μετά την ματαίωση των αντιποίνων στο χωριό μας, την επόμενη της εξέγερσης, οι συγχωριανοί μας άρχισαν να επιστρέφουν δειλά - δειλά από την «Βάλτα».
Κατά την επιστροφή αυτή οι Βούλγαροι συνέλαβαν μετά από κυνηγητό τον Θωμά Κατσαντώνη και τον Αλεξ. Καμπάνταη, τους εκτέλεσαν και τους έριξαν σ' ένα πηγάδι δίπλα στο σχολικό κήπο.

Γ. Σακκόπουλος Στ. Ραπάκης Σωτήρης Κατσαντώνης

Αμέσως μετά την επίθεση των ανταρτών στο κοινοτικό κατάστημα και την δολοφονία του Βούλγαρου προέδρου, έφυγαν στο βουνό φοβούμενοι τα αντίποινα περί τα 80 παλληκάρια, αριστερών κυρίως φρονημάτων, ακολουθώντας τους στα υψώματα του Τσαλ-νταγ ή Τσίμπλας. Μεταξύ αυτών ήταν ο Παρ. Ισαακίδης, ο Κωνσταντίνος Ντόιτσος, ο Γιάννης Μυλωνάς, ο Σωτήρης Κατσαντώνης, ο Κωστής Αντωνιάδης και άλλοι.
Μετά από λίγες μέρες και μετά την ματαίωση των αντιποίνων από τους Βουλγάρους, άρχισαν οι περισσότεροι απ' αυτούς να επιστρέφουν κρυφά στο χωριό, άλλοι μόνιμα και άλλοι για ανεφοδιασμό τους για τρόφιμα.
Μεταξύ των τελευταίων ήταν και οι Σ. Κατσαντώνης, Στάντσος Ρεπάκης και Γεώργιος Σακκόπουλος τους οποίους όμως προφανώς μετά από κατάδοσή τους, τούς συνέλαβαν οι Βούλγαροι, την στιγμή που ήταν στα σπίτια τους και ανεφοδιάζονταν με τρόφιμα. Στο Σακκόπουλο απέδωσαν οι Βούλγαροι την κατηγορία ότι σκότωσε τον πρόεδρο κατά την νύχτα της εξέγερσης και τον βασάνισαν σκληρά μέχρι θανάτου. Λέγεται μάλιστα ότι τον έσπασαν τα κόκκαλα από το ξύλο. Τον Ρεπάκη και τον Κατσαντώνη τους δίκασαν με συνοπτικές διαδικασίες και τους εκτέλεσαν αμέσως μετά.

Όμηροι Βουλγαρίας - τα "Ντουρντουβάκια"

15.dourdouvakia 

Έτος 1943. Νέοι του χωριού, όμηροι στη Βουλγαρία

Η βουλγαρική κατοχή σκιάζει τα πάντα στο χωριό και στην περιοχή. Το σχέδιο εκβουλγαρισμού των Ελλήνων, με κάθε τρόπο, ενταγμένο στο παλαιό όνειρο των Βουλγάρων για την Βουλγαρία του Αιγαίου, βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη.
Τον Μάιο της χρονιάς αυτής οι βουλγαρικές αρχές έστειλαν κλήσεις σ' όλους τους νέους ηλικίας 21 ετών για κατάταξη στο βουλγαρικό στράτευμα. Την 15 Ιουνίου 12 νέοι του χωριού μας, άφησαν πίσω τους τα σπίτια τους, τους γονείς, συγγενείς και φίλους αρχίζοντας μια μαρτυρική πορεία προς το άγνωστο, με την αβεβαιότητα χαραγμένη στο πρόσωπό τους, αν κάποτε θα γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους.
Καταφέραμε να μάθουμε τα ονόματα των οκτώ απ' αυτούς που έμειναν γνωστοί ως «Ντουρντουβάκια».
Είναι οι ακόλουθοι:

  • Βαγκάκης Γεώργιος,
  • Δηλγεράκης Αθανάσιος,
  • Ελμαζίδης Παναγιώτης,
  • Ζιώρας αγνώστου ονόματος,
  • Κηπουρός Κυριαζής,
  • Παρασχάκης Γιάννης και
  • Χοκτούρης Γεώργιος.

Με κάρα λοιπόν ξεκίνησαν τα 12 αυτά παλικάρια για το δρόμο της ομηρίας τους και μετά από πολλές κακουχίες οδηγήθηκαν στην περιοχή Μπορίσογκραντ της Βόρειας Βουλγαρίας (στα σύνορα με την Τουρκία) και κατέληξαν στο χωριό Βορμπίτσα, το σημερινό Φύλλοβο.
Εκεί εντάχθηκαν σε τάγματα εργασίας που είχαν σαν αποστολή την κατασκευή δημοσίων έργων και κυρίως δρόμων.
Παρά τις ατέλειωτες στερήσεις και τις κακουχίες που υπέστησαν τα 12 παλικάρια και παρά την έντονη προσπάθεια εκβουλγαρισμού τους, αντιστάθηκαν με σθένος και άντεξαν μέχρι τέλους το μαρτύριο της ομηρίας τους, μένοντας Έλληνες.
Επέστρεψαν μετά από επτά μήνες, που ήταν όμως αρκετοί για να λυγίσουν τις καρδιές μερικών από τους γονείς τους, που δεν άντεξαν την ομηρία του παιδιού τους. Παραθέτουμε στο σημείο αυτό ένα μέρος από το άρθρο 3 του καταστατικού των ομήρων Βουλγαρίας που απεικονίζει παραστατικά το μέγεθος της μαρτυρίας τους,
«...υποχρεώθησαν να εργάζονται από ανατολή, μέχρι δύσεως του ηλίου εις αναγκαστικά έργα, γυμνοί, ανυπόδυτοι, νήστεις και υπό συνθήκας άκρως τραγικάς».
Σ' αυτούς τους συγχωριανούς μας που πρόσφεραν ένα κομμάτι απ' την όμορφη ηλικία τους για την πατρίδα, οφείλεται σήμερα, έστω και καθυστερημένα ο ανάλογος φόρος τιμής και αναγνώρισης, που δυστυχώς για τους νεοέλληνες αποτελεί γράμμα κενό περιεχομένου.

Κωνσταντίνος και Ελευθέριος Αρζουμανίδης

Δύο μήνες πριν από την απελευθέρωση, τον Ιούνιο του 1994, οι Βούλγαροι συνέλαβαν τον Αντώνιο Αρζουμανίδη, γιατί τραγουδούσε φανερά Ελληνικά τραγούδια.

Τον φυλάκισαν στο υπόγειο του Δημοτικού Σχολείου. Όμως αυτός κατάφερε και δραπέτευσε στο βουνό, όπου εντάχθηκε στο αντάρτικο του Αντών-Τσαούς.

Εξαγριωμένοι οι Βούλγαροι, βλέποντας και το τέλος της παρουσίας τους στην περιοχή μας, συνέλαβαν τον πατέρα του Κωνσταντίνου και τον άλλο γιό του Ελευθέριο τους οποίους εκτέλεσαν στο Τσάι των Κυργίων.

Στην συνέχεια λεηλάτησαν το σπίτι τους και το πυρπόλησαν. Ήταν ένα από τα τελευταία δείγματα αγριότητας των Βουλγάρων και ίσως και το τελευταίο αθώο ελληνικό αίμα συγχωριανού μας πριν την απελευθέρωση, που ήδη είχε αρχίσει να διαφαίνεται στον ορίζοντα.

Παντελής Ιωσηφίδης

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στον Γολγοθά του Παντελή Ιωσηφίδη, ο οποίος όπως είδαμε κατά την νύχτα της εξέγερσης έφυγε από το χωριό και κρυβόταν στο βουνό.

Το 1942, όταν ηρέμησαν τα πράματα, επέστρεψε στο χωριό προκειμένου να οργανώσει ομάδες αντίστασης στις φορτικές πιέσεις των Βουλγάρων να βουλγαρογραφηθούν οι κάτοικοι της περιοχής.

Στο χωριό μας η προσπάθεια αυτή των Βουλγάρων είχε αποτελέσματα μόνο σε 13 οικογένειες, σύμφωνα με την αφήγηση του κυρ-Παντελή.

Τον Φεβρουάριο του 1943 μετά πάλι από προδοσία εντοπίσθηκε η ομάδα που είχε οργανώσει ο κυρ-Παντελής και συνελήφθησαν από τους Βουλγάρους ο ίδιος μαζί με τη γυναίκα του Σταματία, που ήταν κατά πως λέγαν η ψυχή της οργάνωσης καθώς επίσης και οι Γιάννης Γιαννουλάκης, Χαρ. Παπαδόπουλος, Χρ. Παπατζάλλας, Λαζ. Μακρίδης, Κώστας Μυστρίδης, Ιωάννης Σίσκος και Ιωάννης Φυτόπουλος (είναι ήδη όλοι πεθαμένοι πλην του Ιωσηφίδη).

Μετά από μπλόκο λοιπόν οι Βούλγαροι τους συνέλαβαν στα σπίτια τους και αφού τους έδεσαν πισθάγκωνα με σύρματα, τους έκλεισαν όλους αρχικά στην κοινότητα, πλην της Σταματίας, την οποία άφησαν ελεύθερη.

Στην κοινότητα αφού τους βασάνισαν άγρια επί 17 ημέρες προκειμένου να μαρτυρήσουν και άλλα μέλη της οργάνωσης, πράγμα όμως που δεν πέτυχαν, τους οδήγησαν στην φυλακή της Δράμας, όπου βασανίστηκαν άλλους 4 μήνες.

Τα βασανιστήρια αυτά ήταν η αιτία που ο κυρ-Παντελής υπέστη μεγάλη βλάβη στα μάτια του, με αποτέλεσμα να χάσει για πάντα το φως του.

Η δίκη των μελών της οργάνωσης έγινε στην Δράμα και κράτησε τρεις ημέρες. Η απόφαση: Θάνατος δι' απαγχονισμού στον Παντελή Ιωσηφίδη, Γιαννη Γιαννουλάκη, Λαζ. Μακρίδη, Χαρ, Παπαδόπουλο και Ιωάννη Σίσκο. Οι άλλοι καταδικάστηκαν σε 15 χρόνια φυλάκιση.

Μετά την καταδίκη του ο κυρ-Παντελής οδηγήθηκε μαζί με τον Λαζ. Μακρίδη σε φυλακές της Βουλγαρίας, απ' όπου ελευθερώθηκαν τον Οκτώβριο του 1943 μετά δηλαδή την ήττα των δυνάμεων του άξονα και την αποχώρηση των Βουλγάρων από την περιοχή μας.

Με την επιστροφή του στο χωρίο οργανώνεται αμέσως μαζί με τον Λάζαρο Μακρίδη και όλους τους άλλους που προαναφέρθηκαν στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, οι οποίες ήλεγχαν το χωριό και την περιοχή, έχοντας εγκαταστήσει πολιτοφυλακές σε κάθε χωριό.

Πρώτος πρόεδρος του χωριού εκλέχθηκε Ο Γιάννης Γιαννουλάκης, και αντιπρόεδρος ο Χαρ. Ιωσηφίδης.

Υπεύθυνος της πολιτοφυλακής του ΕΛΑΣ ήταν ο Χαρ. Καμπούρογλου και υπεύθυνος της πολίτικης διοίκησης του ΕΛΑΣ στην περιοχή ήταν ο Παντελής Ιωσηφίδης.

Αξίζει να σημειωθεί τι τον Νοέμβριο του 1944 (λίγο πριν τα Δεκεμβριανά) και ενώ το πολιτικό κλίμα ήταν ιδιαίτερα ταραγμένο σ' όλη την Ελλάδα, ο Παντελής Ιωσηφίδης έγινε αιτία να σωθούν 50 συγχωριανοί μας.

Συγκεκριμένα με διαταγή του ταγματάρχη του ΕΛΑΣ Κόζακα, συνελήφθησαν περί τους 50 συγχωριανούς μας, ως «δοσίλογοι» και «αντιδραστικοί» οι οποίοι κλείστηκαν στην κοινότητα με σκοπό να εκτελεσθούν.

Με αποφασιστική παρέμβαση του κυρ-Παντελή όλοι οι παραπάνω ελευθερώθηκαν ο ίδιος δε πήρε πάνω του όλη την ευθύνη για την απόφαση αυτή ερχόμενος σε σύγκρουση με τον ταγματάρχη Κόζακα και τους παρτιζάνους του.

Σήμερα σε βαθειά γεράματα ο κυρ-Παντελής, θυμάται πεντακάθαρα τα φοβερά γεγονότα εκείνης της περιόδου και εύλογά την ώρα που πήρε την ευθύνη και γλύτωσε το χωρίο μας από το αιματοκύλισμα.

«Δεν θα ήταν μόνο οι 50 που θα σκοτωνόταν» μας λέει. «αλλά είναι βέβαιο ότι θα ακολουθούσαν αντίποινα από τα αντάρτικα του Αντών-Τσαους, που βρισκόταν στα διπλανά βουνά».

Μετά την παράδοση του οπλισμού των ελασιτών στην εθνοφυλακή, που εκπροσωπούσε την κυβέρνηση εθνικής ενότητας, ο κυρ-Παντελής συνελήφθη πάλι, αυτή όμως τη φορά από Έλληνες μετά από κατάδοσή του.

Δραπέτευσε με περιπετειώδη τρόπο από τα κρατητήρια της ασφάλειας Καβάλας και κατέληξε στη Θεσσαλονίκη, απ' όπου επέστρεψε στο χωριό, τον Απρίλιο του 1943.

Το 1946 συνελήφθη και πάλι, με την γνωστή κατηγορία της «στρατολόγησης» και αφού κρατήθηκε στη φυλακή για 4 μήνες αθωώθηκε με δικαστική απόφαση.

Το 1946 ξέσπασε ο αδελφοκτόνος εμφύλιος που τόσο αίμα και βάσανα στοίχισε σ' όλους τους Έλληνες. Ο κυρ-Παντελής όπως και τόσοι άλλοι, που είχαν την ατυχία να είναι με τους «ηττημένους» πορεύθηκε στωικά τον νέο Γολγοθά των διώξεων και των εκτοπίσεων, που αποτελεί το μελανότερο στίγμα της νεώτερης ιστορίας μας.
Σήμερα που η πολιτική επιλογή και έκφραση αποτελεί κατακτημένο και αναφαίρετο δικαίωμα για τον κάθε Έλληνα, μετά μισό αιώνα περίπου, ο κυρ-Παντελής, καθισμένος στην πολυθρόνα του, παρέα με την σύντροφο της ζωής του Σταματία, αναλογίζεται θυμόσοφα την πολυτάραχη ζωή του, που αντανακλά με καθαρότητα και την σύγχρονη ιστορία του τόπου μας.

«Κι αν ξανάρχιζα πάλι τη ζωή μου» μας λέει. «πάλι για τις ίδιες αξίες θα αγωνιζόμουν».

Κάπως έτσι με τέτοιες γενναίες ψυχές που είναι κοντά μας, γύρω μας, γράφτηκαν οι πιο ένδοξες και ηρωικές σελίδες της σύγχρονης ιστορίας μας. Το τίμημα βέβαια μεγάλο. Και για τον Παντελή Ιωσηφίδη ήταν τραγικό.
Ο αγώνας του για τα ιδανικά του, τού στοίχισε ότι πολυτιμότερο έχει ο άνθρωπος, το φως των ματιών του. Είναι όμως πάντα χαμογελαστός και αισιόδοξος γιατί το φως της ψυχής του καθρεφτίζεται στα ακίνητα μάτια του.

Επίλογος

Το ελληνικό χώμα είναι ποτισμένο με ποταμούς αίματος αγωνιστών για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια. Το χωριό μας έχει και αυτό το μερίδιό του στις εκατόμβες των θυμάτων.

Ίσως στην σύντομη αυτή ιστορική αναφορά οε μια πολυτάραχη και αμφισβητούμενη περίοδο, να έχουν παραληφθεί πολλά και σπουδαία γεγονότα, καθώς και ονόματα αγωνιστών που κατάγονται από το χωριό μας.

Τα όσα γραφτήκαν στηρίζονται σε ζωντανές μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα και τα είδαν από τη δική τους σκοπιά. Εξ άλλου η προσπάθεια αυτή για την καταγραφή της ιστορίας του χωριού μας, δεν διεκδικεί το αλάθητο της ιστορικής αλήθειας, αφού είναι γνωστό ότι αυτή γράφεται πολύ αργότερα.

Ίσως όμως η διάσωση τόσων μαρτυριών ανθρώπων που σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχουν μεταξύ μας, να αποτελέσει πηγή γνώσης για τους νεώτερους και σημείο αναφοράς στον ιστορικά του μέλλοντος.

Στην γραφίδα αυτού του ιστορικού είναι βέβαιο ότι και το χωριό μας θα καταλάβει κάποτε μαζί με τους αγωνιστές του, την θέση που του αρμόζει στην καταγραφή της σύγχρονης ιστορίας του τόπου μας.


Σχετικές μελέτες


ΑΦΗΣΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ

ΓΡΑΨΤΕ ΣΧΟΛΙΟ ΩΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ

0

People in this conversation

Σχόλια (77)

Load More
Submit to FacebookSubmit to Google PlusSubmit to TwitterSubmit to LinkedIn
Αναζήτηση

Επισκέπτες

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 9 επισκέπτες και κανένα μέλος

Κύλιση στην Αρχή