μενού

Σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων στη Μπόργιανη και την περιοχή (1912-1915)

του Βασίλη Χ. Ριτζαλέου

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Βοϊράνη», τεύχη, 31 και 32, έτος 1997

Κατά την περίοδο της Βουλγαρικής Κατοχής 1912 - 1913

Το βαρύ κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που έφερε τους δύο λαούς σε κατάσταση πολεμικής ετοιμότητας με την υπόθεση των βραχονησίδων Ίμια, έδωσε το ερέθισμα για το συγκεκριμένο άρθρο. Αναζήτησα γραπτές πηγές, παραδόσεις, μαρτυρίες ντόπιων και προσφύγων, για να φωτίσω ορισμένες άγνωστες πτυχές των σχέσεων Ελλήνων και Τούρκων, στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας.

Πράγματι σι σχέσεις τους χαρακτηρίζονταν από αμοιβαία καχυποψία, δηλητηριασμένες κυρίως από τα πολιτικά παιχνίδια των Μεγάλων Δυνάμεων στην ευαίσθητη Μακεδονία.

Οι κοινές εδαφικές διεκδικήσεις Ελλήνων και Βουλγάρων, σε βάρος της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οδήγησαν αρκετές φορές σε πολεμικές αναμετρήσεις (Μακεδονικό αγώνα, Βαλκανικούς Πολέμους), με ευκαιριακές συμμαχίες ανάμεσα στις διάφορες εθνότητες. Θα περιοριστώ στην περίοδο 1912 - 1924, δηλαδή από την πρώτη βουλγαρική κατοχή στην περιοχή μέχρι και τη φυγή των μουσουλμάνων κατοίκων από το λιμάνι της Καβάλας.

Από αυτούς τους μουσουλμάνους άκουσε ο Ν. Καπετανάκης μια παλιά ιστορία, σχεδόν θρύλο, για τη Μπόργιανη και τη διασώζει στο βιβλίο του Ο Μαχμούτ Πασάς Δράμαλης:

«Ο Δράμαλης εύρεν ως ναζίρης της Δράμας εις εν από τα κτήματά του κείμενον μεταξύ Μπόριανης και Φιλίππων, θησαυρόν εις μεταλλικά νομίσματα συμποσούμενα εις εν εκατομμύριον γρόσια - είκοσι εκατομμύρια σημερινών δρχ... δικαιολογούν την παράδοσιν ότι ο Δράμαλης ήτο ο τυχερότερος και ο πλουσιότερος εντεύθεν του Νέστου πασάς, μετά του Αλή πασά της Ηπείρου και τον Κιαμίλ-μπεην».

Αφήνοντας τη γοητεία των θρύλων, ας περάσω στη σκληρή πραγματικότητα του αιώνα μας.
Η Δράμα έπεσε στα χέρια των Βουλγάρων από τον Οκτώβριο του 1912 μέχρι και τον Ιούνιο του 1913. ΟιΤούρκοι της περιοχής δεν εμπιστεύονταν τις νέες αρχές, αλλά φοβόντουσαν και τους Έλληνες, κυρίως για την πιθανότητα της αντεκδίκησης. Συμμαχούσαν ευκαιριακά με τη μία ή την άλλη πλευρά. Ο Μητροπολίτης Αγαθάγγελος, που στάθηκε πραγματικά φύλακας-άγγελος για τους υπόδουλους 'Έλληνες, προειδοποιούσε το Βούλγαρο Νομάρχη Δράμας Δόμπρεφ, στις 11 Δεκεμβρίου 1912, για τον ασταθή και κάποτε βίαιο χαρακτήρα των Τούρκων:

«Περί των Τούρκων ο κ. έπαρχος πρέπει να γνωρίζει ότι προ δύο μηνών επί Τουρκοκρατίας οι αγαπητοί αυτώ νυν γενόμενοι Τούρκοι Δοξάτου, εν συννενοήσει μετά των Τούρκων των πέριξ ικανών τουρκικών χωρίων θα έσφαζον όλους τους χριστιανούς και χάρις εις τον πρόκριτον Τούρκον Σαμπάν αγάν και δύο τρεις άλλους, εσώθηκαν οι χριστιανοί ημών».

Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα να εννοεί ο Μητροπολίτης και τους Τούρκους της Μπόργιανης, που βρισκόταν σε μικρή απόσταση από το Δοξάτο και ίσως εποφθαλμιούσε την πλούσια κωμόπολη των υπόδουλων χριστιανών.

Αργότερα, μουσουλμάνοι θα πάρουν ενεργό μέρος στις 30 Ιουνίου 1913 στην καταστροφή του Δοξάτου από τους Βουλγάρους, λεηλατώντας περιουσίες και καίγοντας σπίτια. Ο κ. Αθανάσιος Κεφαλάς, γεννημένος το 1903 στο Δοξάτο, έζησε τη σφαγή και μου διηγήθηκε τα εξής περιστατικά:

«Την ημέρα των Δώδεκα Αποστολών, οι χριστιανοί ήταν συγκεντρωμένοι στην εκκλησία από νωρίς.
Ξαφνικά εμφανίστηκε η ίλη του βουλγάρικου ιππικού και με τη βοήθεια τουρκόγυφτων έβαλε φωτιά στα χριστιανικά σπίτια.
Οι Τούρκοι άρπαξαν την προίκα της μάνας μου, τη φόρτωσαν στο μουλάρι και έκλεψαν το αρνί μου.
Μας πήρε η μάνα μου και κρυφτήκαμε στο σπίτι κάποιου βουλγάρικης καταγωγής.
Από το παράθυρο είδα τη ληστεία σε βάρος των χριστιανών. Οι Βούλγαροι τους οδήγησαν στην τοποθεσία Μπεσ - Τσινάρ (= πέντε πλατάνια) και τους εκτέλεσαν όλους».

Άλλοι μουσουλμάνοι, όμως, προτίμησαν να συνδέσουν την τύχη τους με τους Έλληνες. Ο Μητροπολίτης Αγαθάγγελος μας πληροφορεί για την αποστολή στη Μητρόπολη ενός Τούρκου χωρικού από τα Κύρια, ως συνδέσμου των Ελλήνων ανταρτών της περιοχής μας, στις 28 Ιουνίου 1913:

«Μουσουλμάνος χωρικός από τα Κύρια μού ανήγγειλεν ότι απεστάλη υπό των Ελλήνων ανταρτών να με ειδοποιήση ότι σήμερον το εσπέρας 150 εξ αυτών θα εισέλθωσιν εις την Δράμα... Επί μίαν ώρα ομιλών ούτω, φαίνεται κατέπεισα αυτόν, διότι μοι έλεγεν ενόρκως ότι θα είπη εις τους αντάρτας να μην έλθωσι, διότι επείσθη ότι τότε θα καταστροφή η Δράμα», (σελ. 56).

Όμως και ο Μητροπολίτης δυσπιστούσε για το ρόλο του Τούρκου και έστειλε κρυφά δικό του άνθρωπο στους αντάρτες, για να εμποδίσει μια πιθανή σφαγή στην πόλη.

Την 30η Ιουνίου 1913, οι Βούλγαροι δεν έκαψαν μόνο το Δοξάτο αλλά σκότωσαν τον ιερέα της εκκλησίας στον Άγιο Αθανάσιο και ορισμένους χριστιανούς. Τη σημαντική πληροφορία μας δίνει ο Μητροπολίτης Αγαθάγγελος στο Ημερολόγιό του (σελ. 77):

«Ανέφερα δε, ότι προ μιας ακόμη ημέρας εις το τετράωρον απέχον χωρίον Μπόριανι, πεντήκοντα ιππείς Βούλγαροι φωνάζοντας 'ζήτω! είμεθα Έλληνες, βγήτε να μας δεχθήτε!' ηπάτησαν τον εφημέριον του χωρίου παπα-Παντελήν και τρεις - τέσσαρας χωρικούς εν χαρά εξελθόντας, και έπειτα αμέσως τους έσφαξαν».

Ανάλογο επεισόδιο, με πρωταγωνιστές Τούρκους ληστές σε βάρος Ελλήνων από την Ήπειρο, σημειώθηκε την ίδια μέρα στα Κύρια. Ο κ. Ευάγγελος Κωτούλας, απόγονος των θυμάτων της ληστείας, μου διηγήθηκε τα εξής γεγονότα:

«Οι πρόγονοί μου ήταν εμπορευόμενοι, που εγκαταστάθηκαν στο χωριό δίχως τις οικογένειές τους, στο τέλος του περασμένου αιώνα.
Όταν συνέβη η σφαγή στο Δοξάτο, ο θείος μου ανέβηκε στην τοποθεσία Μοναστηράκι (σήμερα το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής), όπου οι μπέηδες όλων των συνοικισμών και των γύρω χωριών παρακολουθούσαν ανήσυχοι τη φωτιά στο Δοξάτο. Αμέσως, ειδοποίησε τα 'σνάφια', τους υπόλοιπους συμπατριώτες, να φύγουν στο βουνό».

Χωρισμένοι σε δύο ομάδες αναζήτησαν καταφύγιο στο ορεινό χωριό της Γιαστόργιαννης, στο σπίτι ενός ισχυρού Τούρκου που τους εκτιμούσε. Δυστυχώς, συμμορία Τούρκων ληστών από το Υψηλό επιτέθηκε στη μία ομάδα και σκότωσε πέντε Ηπειρώτες, για να τους πάρουν τις λίρες που κουβαλούσαν. Προσπάθησαν να σκοτώσουν και τους υπόλοιπους στη Γιαστόργιανη, αλλά ο Τούρκος τσέλιγκας τους είπε: «όποιος έχει δύο ψυχές ας μπει μέσα να σκοτώσει τα σνάφια».

Ένας από τους δολοφόνους, όταν πιάστηκε την επόμενη μέρα από το απόσπασμα του ελληνικού στρατού φορούσε ακόμη μία άσπρη ποδιά γεμάτη αίμα αθώων.
Γι' αυτό ονομάστηκε «αρχιχασάπης». Λέγεται ότι τον σκότωσε σε κεντρικό δρόμο του Δοξάτου με μπαλτά Ηπειρώτισσα μάνα, που έχασε στη σφαγή δύο παλικάρια, όταν το ελληνικό απόσπασμα τον περιέφερε από χωριό σε χωριό για παραδειγματισμό».

Νοέμβριος 1915: Τούρκοι της Μποϊραν(ης) πωλούν τις περιουσίες τους σε Ηπειρώτες

Η ελληνική διοίκηση από το 1913 αντιμετώπισε όλους τους πολίτες, ανεξάρτητα από το θρήσκευμα ή την καταγωγή, με πνεύμα δικαιοσύνης. Τούρκοι, Έλληνες, Βούλγαροι, Εβραίοι, Αρμένιοι ζούσαν ειρηνικά και διατηρούσαν καλές σχέσεις στην πόλη και στα χωριά. Ο κ. Αθανάσιος Κεφαλάς, που γεννήθηκε το 1903 στο Δοξάτο, θυμάται για την Μπόργιανη στα πρώτα χρόνια του αιώνα μας: 

«Πήγαινα με τον παππού μου, μικρό παιδί, στο παζάρι της Μπόργιανης κάθε Σάββατο. Με ανέβαζε στο μουλάρι και φτάναμε στο χωρίο σας, όπως και τόσοι άλλοι από το Δοξάτο, τα Κύρια, το Μπουνάρ - μπασί.
Χριστιανοί και μουσουλμάνοι πουλούσαν και αγόραζαν πράγματα στον ίδιο χώρο.
Θυμάμαι μερικές οικογένειες Ηπειρωτών, που ζούσαν στην Μπόργιανη και ασχολούνταν με το εμπόριο. Οι περισσότεροι κάτοικοι, όμως, ήταν Τούρκοι.
Είχαν τζαμί και δίπλα το νεκροταφείο τους, στη θέση που χτίστηκε αργότερα η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, ενώ στο Δοξάτο το τζαμί βρισκόταν στη θέση του σημερινού παιδικού σταθμού απέναντι από το Δημαρχείο.
Όταν μεγάλωσα, άνοιξα κουρείο στο Δοξάτο το 1920 και οι Τούρκοι της Μπόργιανης έρχονταν σ' εμένα, επειδή δεν υπήρχε τότε κουρείο στο χωριό σας.
Ανάμεσα στους πελάτες μου ήταν ο τσορμπατζής της Μπόργιανης Αβδούλ.
Αυτός εγκατέλειψε το χωριό σας, όταν άρχισαν να καταφθάνουν οι πρόσφυγες, και εγκαταστάθηκε στο Δοξάτο. Άλλος πελάτης μου ήταν ο τελευταίος μάλλον Χότζας της Μπόργιανης».

Το κλίμα φαίνεται ήρεμο μετά την αποκατάσταση της ελληνικής διοίκησης στην περιοχή. Κι όμως, τα σύννεφα του πολέμου κάνουν απειλητικά την εμφάνισή τους το 1915.

Έχει ήδη ξεσπάσει ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος (1914 - 1919) η Τουρκία βρίσκεται στο πλευρό των Γερμανών (από τον Οκτώβριό του 1914), η Βουλγαρία τάσσεται στο ίδιο στρατόπεδο (Οκτώβριος 1915), στη Θεσσαλονίκη αποβιβάζονται αγγλικές και γαλλικές δυνάμεις το 1915, με τη σύμφωνη γνώμη μόνο του Βενιζέλου.

Οι Τούρκοι της Δράμας φοβούνται νέα ελληνοτουρκική σύρραξη. Στο χωριό μας την «Μπόιραν» των Τούρκων, των αθίγγανων και των λιγοστών Ηπειρωτών επικρατεί παρόμοια αναστάτωση.
Μια ολόκληρη γειτονιά, κοντά στη σημερινή εκκλησία και τότε τζαμί, αποφασίζει να πουλήσει, το 1915, την ακίνητη περιουσία στους Ηπειρώτες του χωριού και να φύγει στην Ανατολή...

Στις 5 Νοεμβρίου 1915, ημέρα Παρασκευή, βρίσκονται όλοι συγκεντρωμένοι στο μαγαζί του Μαχμούτ Βέη στη Δράμα, όπου ο συμβολαιογράφος Χατζηγρηγόρης θα επικυρώσει τις πράξεις αγοραπωλησίας ανάμεσα σε Ηπειρώτες και Τούρκους του χωριού.
Ο Δελή-ογλού Εγιούπ Αγά, η μητέρα του Σεριτέ χανούμ, ο Δελή ογλού Χατζή Αλή Μεχμέτ, ο Σαλίχ Μπιν Δελή Αλή, όλοι γεωργοί στο επάγγελμα από την Μπόριαν(η), μιλούν μόνο την τουρκική γλώσσα, αλλά δεν γνωρίζουν γραφή. Έχουν τη βοήθεια του διερμηνέα Αριστείδη Μετρητίδη, ενώ παρευρίσκονται ως μάρτυρες ο Θεόδωρος Λιάκος, παντοπώλης, και ο Ιωάννης Ράσσας, ξενοδόχος στη Δράμα.

Το πρώτο συμβόλαιο αφορά την πώληση του ισόγειου σπιτιού της Σαριτέ χανούμ με δύο δωμάτια, στάβλο και αυλή, στον παντοπώλη Χρήστο Μπεσίκα αντί του ποσού των 30 οθωμανικών λιρών, «τοις μετρητοίς» (687 δρχ. εκείνης της εποχής μία (1) οθωμανική λίρα = 22,9 δρχ.).
Το σπίτι συνόρευε με τα κτήματα του Αλή Οσμάν, του Εγιούπ Αγά και του Χουσείν εφένδη, πατέρα της Σαριτέ.

Στη συνέχεια, ο γιος της Δελή ογλού Εγιούπ Αγά πωλεί φούρνο με δύο ισόγεια δωμάτια και συνεχόμενο μαγαζί με αυλή επίσης στο Χρήστο Μπεσίκα, αντί του ποσού των 40 οθωμανικών λιρών, «τοις μετρητοίς» (916 δρχ. της εποχής).
Το ακίνητο συνόρευε με τα κτήματα της Σαριτέ χανούμ, του Ισοτζά Μουσταφά ογλού Γ ιασάρ και του Χουσείν εφένδη.
Αμέσως μετά, ο Δελή ογλού Χατζή Αλή Μεχμέτ πωλεί διώροφο σπίτι με δύο δωμάτια και χαγιάτι στον όροφο και ισόγειο με αυλή στον παντοπώλη Χρήστο Τοπάλη, αντί του ποσού των 60 οθωμανικών λιρών, «τοις μετρητοίς» (1374 δρχ. της εποχής). Το σπίτι συνόρευε με τα ακίνητα του Δελή ογλού Σαλίχ, του Δελή ογλού Εγιούπ και του Οσμάν Εφένδη.

Ο ίδιος γεωργός θα πωλήσει, ακόμη, στους παντοπώλες Χρήστο Τοπάλη και Τριαντάφυλλο Καπέτση άλλα δύο ακίνητα μικρής αξίας, αντί του ποσού των 10 οθωμανικών λιρών (229 δρχ. της εποχής).
Πρόκειται για δύο αχυρώνες και δύο αλώνια κοντά στα τζαμί, που συνορεύουν με τις ιδιοκτησίες του Εγιούπ Αγά και του Χατζή Γιουσούφ Αλή Ταγήρ.

Φαίνεται ότι ο Δελή ογλού Χατζή Αλή Μεχμέτ είναι κάτοχος σημαντικής περιουσίας για τα δεδομένα του μικρού χωριού.
Πωλεί ακόμη στους παντοπώλες Ιωάννη Καρανίκα και Τριαντάφυλλο Καπέτση πανδοχείο από κληρονομιά και τρία μαγαζιά. Τα ακίνητα κόστισαν 60 οθωμανικές λίρες που δόθηκαν «τοις μετρητοίς» (1374 δρχ). Συνόρευαν με τα κτήματα των κληρονόμων του Νεζίρ Τάι, την οικία Σαλίχ και Σαϊτουλλάχ.

Και όμως, ο παραπάνω γεωργός δεν έχει τελειώσει με τα περιουσιακά του στοιχεία...
Πωλεί στον Χρήστο Τοπάλη ισόγεια κατοικία που κληρονόμησε και εν μέρει κατασκεύασε , με ένα δωμάτιο, αχυρώνα και αυλή, αντί του ποσού των 460 δραχμών.
Είναι η μοναδική (γνωστή) περίπτωση συμφωνίας αποκλειστικά σε δραχμές. Η οικία συνόρευε με τα κτήματα του Οσμάν εφένδη και του Αλή Ιμπραχίμ ογλου Αμπάς.

Oι Τούρκοι της περιοχής έκαναν συναλλαγές μόνο σε τουρκικές λίρες, κάθε φορά που ένιωθαν ανασφάλεια μπροστά στο ενδεχόμενο ελληνοτουρκικής σύγκρουσης. Στα Κύρια, οι Τούρκοι καπνοκαλλιεργητές πληρώνονταν από τους εμπόρους με χρυσές λίρες, επειδή φοβούνταν τους Έλληνες στη διάρκεια του Μικρασιατικού πολέμου (1919 -1922).

Τέλος, ο Σαλίχ Μπιν Δελή Αλή πωλεί στους παντοπώλες Ιωάννη Καρανίκα και Τριαντάφυλλο Καπέτση διώροφη κατοικία με σταύλο στο ισόγειο και αυλή και δύο δωμάτια στον όροφο, αντί του ποσού των 50 οθωμανικών λιρών (1145 δρχ της εποχής). Το οίκημα συνόρευε με το πανδοχείο του Δελή ογλού Χατζή Αλή Μεχμέτ, τις ιδιοκτησίες των Μολλά Αχμέτ, Αχμέτ ογλου Σαΐτουλλάχ, της Φατμέ χανούμ, το "αλώνι του Σπύρου" και με τις καλύβες των Γύφτων.

 

Εξοχή (στα ελληνοβουλαγαρικά σύνορα): Το τελευταίο τζαμί που σώζεται στο νομό Δράμας. Ξεχωρίζει για τον εξαιρετικό ζωγραφικό διάκοσμο στο εσωτερικό του. Σήμερα (1997) χρησιμοποιείται σαν σταύλος. 

ΠΗΓΕΣ:

Καπετανάκης Ν. Ο Μαχμούτ πασάς Δράμαλης. Μετ' επιτοπίου ιστορίας της πόλεως Δράμας. Δράμα 1937, σελ. 55.

Μητροπολίτης Αγαθάγγελος ο Μάγνης, Αι δραματικαί περιπέτειαι της Δράμας μέχρι της απελευθέρωσης αυτής, Καβάλα 1913. σελ. 107.

ΑΦΗΣΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ

ΓΡΑΨΤΕ ΣΧΟΛΙΟ ΩΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ

0

People in this conversation

Σχόλια (117)

Load More
Submit to FacebookSubmit to Google PlusSubmit to TwitterSubmit to LinkedIn
Αναζήτηση

Δείτε επίσης

Επισκέπτες

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 12 επισκέπτες και κανένα μέλος

Κύλιση στην Αρχή